- λυπρόχωρος
- λυπρόχωρος, -ον (Α)λυπρόγεως*, αυτός που έχει ισχνή γη, άφορη περιοχή («λυπρόχωροι πόλεις», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός* + -χωρος (< χώρα), πρβλ. ευρύ-χωρος, στενό-χωρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυπρόχωρον — λυπρόχωρος masc/fem acc sg λυπρόχωρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπρόχωροι — λυπρόχωρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)